ετερότροφος

ετερότροφος
-η, -ο (Α ἑτερότροφος, -ον)
αυτός που τρέφεται ή ανατρέφεται κατά διαφορετικό τρόπο
νεοελλ.
1. βοτ. (για φυτά) αυτά που τρέφονται όχι σύμφωνα με τη φύση, αλλά παρασιτικά από άλλα οργανικά σώματα
2. βιολ. οι οργανισμοί (ζώα ή φυτά) που τρέφονται από οργανικές ουσίες τις οποίες παραλαμβάνουν από άλλους ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -τροφος (< τρέφω) πρβλ. δύσ-τροφος, ά-τροφος. Ο τ. με τη σημασία «παρασιτικός» είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotroph < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -troph (πρβλ. -τροφος < τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • ετεροτροφία — η βιολ. ο τρόπος διατροφής τών ετεροτροφικών ζωντανών οργανισμών, η κατά διαφορετικό, παρασιτικό τρόπο θρέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotrophy < heterotroph (πρβλ. ετερότροφος)] …   Dictionary of Greek

  • φαγοτρόφος — ο, Ν βιολ. ετερότροφος οργανισμός που λαμβάνει τις θρεπτικές ουσίες, οι οποίες τού είναι απαραίτητες, με τη μορφή στερεών σωματιδίων, σε αντιδιαστολή με τον ωσμωτρόφο οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagotrophe] …   Dictionary of Greek

  • φωτοετερότροφος — η, ο, Ν βιολ. φωτοοργανότροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ετερότροφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”